- συγκρατικός
- συγκρᾱτικός, ή, όν,= συγκραματικός, Ptol.Tetr.82, Vett.Val.55.5, 359.14. Adv.A
-κῶς
in combination,Cat.Cod.Astr.
2.168.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-κῶς
in combination,Cat.Cod.Astr.
2.168.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκρατικός — in combination masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατικός — (I) ή, όν, Μ [συγκρατῶ] αυτός που ενισχύει κάποιον. (II) ή, όν, Α [σύγκρασις] συγκραματικός*. επίρρ... συγκρατικῶς Α με συνδυασμό … Dictionary of Greek
συγκρατικόν — συγκρατικός in combination masc acc sg συγκρατικός in combination neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατικαῖς — συγκρατικός in combination fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατικαί — συγκρατικός in combination fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατικοῦ — συγκρατικός in combination masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατικῆς — συγκρατικός in combination fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατικῇ — συγκρατικός in combination fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατική — συγκρατικός in combination fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατικήν — συγκρατικός in combination fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՇԱՐԱԿԱԼՈՒ — (ի, աց.) NBH 2 0470 Chronological Sequence: 8c ա. συγκρατικός, συνέχων commiscens եւ comprehendens, continens. Պինդ ունօղ. եւ Շարունակօղ. *Միաւորական իմն եւ շարակալու զօրութիւն իմասցուք (զսէրն). Դիոն. ածայ.: *կարօտ գոլ մարմնոց՝ շարակալուի, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)